- αποφασίζομαι
- αποφασίζομαι, αποφασίστηκα, αποφασισμένος βλ. πίν. 34——————Σημειώσεις:αποφασίζομαι : η μτχ. αποφασισμένος χρησιμοποιείται και με ενεργητική διάθεση → αυτός που έχει πάρει την απόφαση να κάνει κάτι (συνήθως παρακινδυνευμένο).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.